Κεδρεάτις

Κεδρεάτις
Κεδρεᾱτις, ἡ (Α)
τίτλος τής Αρτέμιδος στον Ορχομενό τής Αρκαδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + επίθημα -εᾱτις κατά τα επίθ. όπως το Τεγεᾶτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κεδρεᾶτιν — Κεδρεᾶτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”